σπερμοδότης

σπερμοδότης
ο, θηλ. σπερματοδότρια και σπερματοδότιδα, Ν
1. δότης σπέρματος για τεχνητή γονιμοποίηση
2. φρ. «σπερμοδότιδα υλοτομία»
(γεωπ.) η αραίωση τού δάσους, ώστε να παράγουν τα δέντρα περισσότερους σπόρους και να εξασφαλίζεται η αναδάσωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + δότης (πρβλ. αιμο-δότης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”